O “Μπάρμπας” ή «Μιάμισης»

 

Μπάρμπα τον φώναζαν τα ανήψια του.

Ήταν στο επάγγελμα κομμωτής κυριών, αλλά τι κυριών?

Καλύτερα να λέμε κομμωτής «κοκοτών»!

Άλλωστε και αυτός ήταν ένας τύπος όχι φανατικού άντρα!
«Μελανζέ»… όπως θα έλεγε και η Σπεράντζα Βρανά!

Το όνομα του Χρήστος Καλύβας και απροσδιορίστου ηλικίας.

Έμενε στην οδό Ευπατριδών απέναντι από την αυλή του Γρηγοράτου.

Ήτανε η «κλώσσα» για τα ανήψια του.

Τον Μιστόκλη τον υπαρχηγό του Γρίβα τον χίτη, που είχε μια μοτοσυκλέτα BSA, την Ασπασία μια εκπλάγου καλλονής γυναίκα, τη Βιβή μια κοντόχοντρη με μια «σαμπρέλα» στη μέση, τη Βασιλεία και τον Στέφανο.

Όλα αυτά τα παιδιά τον φώναζαν «Μπάρμπα».

Και ο μπάρμπας φρόντιζε να βρίσκει ότι απαραίτητο για να γεμίσουν το τσουκάλι και να φάνε.

Στο σπίτι που μένανε, η αυλή ήταν γεμάτη γλάστρες. Μα πόσες γλάστρες! Αμέτρητες και όλες φρεσκο – ασβεστωμένες!

Θα πει κανείς πολύ νοικοκύρης!

Αμ δε!

Ο μπάρμπας για τα ανήψια του και «μιάμισης» για τον άλλο κόσμο, πάντα όταν έβγαινε από το σπίτι του, στη «αμασχάλη» είχε διπλωμένο ένα τσουβάλι.

Το τσουβάλι είχε πολλές χρήσεις.

Μία χρήση ήταν όταν μπαίνοντας σε όποια αυλή για να πει καλημέρα σε κάποια γειτόνισσα, βούταγε μια γλάστρα και την έβαζε μέσα στο τσουβάλι αυτό!

Με τρόπο και σβέλτα πήγαινε σπίτι έβαζε τη γλάστρα μαζί με τις άλλες και αμέσως με μια βούρτσα, που ήταν μέσα σε ένα τενεκέ με ασβέστη, την ασβέστωνε και τρέχτε πιάστε τον!

Καταλάβατε γιατί όλες οι γλάστρες ήταν πάντα ασβεστωμένες!!!

Αλλά το τσουβάλι έκανε και άλλες δουλειές.

Το χειμώνα πηγαίνοντας σε διάφορα «σπίτια» για την καθημερινή «βίζιτα» ή σε διάφορες «κοκότες» για να τις χτενίσει, κάτι έβρισκε να πει σχετικά με τα χαλιά!

Διότι την εποχή εκείνη στις γειτονιές τις δικές μας δεν υπήρχαν χαλιά, αλλά κουρελούδες, φλοκάτες και βελέντζες.

Τα χαλιά υπήρχαν στην αριστοκρατία του Κολωνακίου!

Ο «μιάμισης» λοιπόν ή «μπάρμπας» άρχιζε την κουβέντα!

–       Βρε φιλενάδα δεν επιτρέπεται εσύ μια κυρία περιοπής να μην έχεις χαλιά στο σπίτι σου. Και μάλιστα μια κυρία θέλει να αλλάξει τα χαλιά της και αυτά που έχει είναι ολοκαίνουργια και τα πουλάει μισοτιμής.

–       Τι λες Χρήστο μου αλήθεια?

–       Αφού σου λέω… πολύ συφερτικά!

–       Τότε κάνε κουβέντα και πέσμου!

–       Σήμερα κιόλας. Μείνε ήσυχη!

Έφευγε λοιπόν ο «μιάμισης» με το πόδι και πήγαινε για το Κολωνάκι.

Τώρα για να ξηγιόμαστε οι κουβέντες αυτές γινόντουσαν ημέρες καλές… ηλιόλουστες!

Τώρα το γιατί θα το δούμε παρακάτω.

Φεύγοντας ο «μιάμισης» για το Κολωνάκι με το τσουβάλι στην «αμασχάλη», όπως είπαμε, πέρναγε από την Ψαραγορά και έπαιρνε μια δυο σαρδέλες από αυτές που πέταγαν κάτω οι ψαράδες!

Στο δρόμο λοιπόν μόλις έβλεπε καμιά γάτα άρχιζε τα ψι-ψι –ψι και ψου – ψου – ψου στη γάτα και κούναγε τη σαρδέλα γονατιστός κάτω!

Μόλις η γάτα πήγαινε να φάει τη σαρδέλα, τη βούταγε ο «μιάμισης» την έβαζε στο τσουβάλι και ντουγρού για το Κολωνάκι.

Περιδιαβαίνοντας τους δρόμους του Κολωνακίου, κοίταγε προς τα πάνω.

Τώρα γιατί κοίταγε προς τα πάνω?

Έλα ντε!!!

Ας λύσουμε το μυστήριο.

Βλέποντας λοιπόν στα μπαλκόνια αν οι δούλες έχουν απλώσει τα χαλιά, έπιανε τη γάτα και την πέταγε πάνω στο χαλί!!

Η γάτα η καϋμένη γαντζωνότανε με τα νύχια της στο χαλί και … ω του θαύματος!! το χαλί ερχότανε κάτω και βέβαια αθόρυβα!

Με γρήγορες κινήσεις το χαλί έμπαινε στο τσουβάλι και από δω πάνε κι άλλοι!!

Τώρα τη συνέχεια την αντιλαμβάνεστε!

Πήγαινε στην κοκότα που το είχε παραγγείλει και το πούλαγε «μισοτιμής» και με τα λεφτά μπαίνανε τα φασόλια στο τσουκάλι!!!

Καταλάβατε???

This entry was posted in ΒΙΝΤΕΑΚΙΑ, ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ. Bookmark the permalink.

Leave a comment