H “ΠΑΡΑΓΚΑ ΤΟΥ ΣΙΜΟΥ” – «ΣΑΜΠΟΥ» και ο «ΜΟΝΟΣΑΝΔΑΛΟΣ»


Πράγματι τι είναι η Ιστορία?

Πως γράφεται ?

Από ποιους?

Σε ποιο μέρος?
Ποια εποχή?

Και τέλος …

Γιατί????

Ένα μεγάλο γιατί!

Και το γιατί αναφέρεται στον τόπο.

Μα τι είχε και τι έχει αυτός ο τόπος.

Αλλά ποίος είναι ο τόπος?
Και γιατί εκεί?

Εάν πάρουμε σαν κέντρο ενός κύκλου τη γωνία που βρίσκονται σήμερα οι δρόμοι Ιερά Οδός και Πειραιώς και με ακτίνα 3 χιλιόμετρα θα σχηματίσουμε έναν κύκλο.

Μέσα λοιπόν σ’ αυτόν τον κύκλο και τι δεν συμπεριλαμβάνεται.

Η Ακρόπολη, το Θησείο, η Στοά του Αττάλου, ο Κεραμεικός, το Δημόσιο Σήμα, η Ακαδημία Πλάτωνος. Το εμπορικό κέντρο της Αθήνας, το Σύνταγμα, η Βουλή, η Παλαιά Βουλή, τα ιστορικά κτίρια του Τσίλερ, το Δημαρχείο, το παλαιό Ταχυδρομείο, η Εθνική Τράπεζα, η Τράπεζα Ελλάδος.

Και από το 1902 μέχρι το 1965 εκεί «χτυπούσε η οικονομική καρδιά της Ελλάδας» και όχι μόνο της Αθήνας!

Εκεί ήταν η Λαχαναγορά .. εκεί λοιπόν και το Εμπόριο!

Σ’ αυτό τον τόπο έβρισκες ότι ήθελες!

Από ανθρώπους νοικοκυραίους, που κάνανε το σταυρό τους όταν έπεφταν για ύπνο, ή όταν έκαναν «σεφτέ» μέχρι φονιάδες, κλέφτες, απατεώνες, μαχαιράκηδες, σουγιαδάκηδες, νταβατζήδες, παπατζήδες, αετούς στα χαρτιά, ζαράκηδες, που έφτιαχναν τα «γεμιστάκια» και ουκ έστιν αριθμός!

Βέβαια όλος αυτός ο συρφετός που ανέφερα πιο πάνω, ζούσε σε ένα χώρο – για να χωροθετήσουμε κιόλας – πέντε έξι στρέμματα να πούμε! Δηλαδή  το τετράγωνο Ιερά Οδός, Πειραιώς , Ποντάδων, Ευνείδων και Ιεροφάντων ήταν η καρδιά της υπόθεσης.

Όποιος ήθελε κάτι .. εκεί βρισκότανε!

Λοιπόν εκεί γύρω στα 1953 εμφανίζεται στην Αθήνα μια μόδα με το όνομα «Υπαρξιστές».

Ο Αρχηγός για να τον πούμε έτσι ήταν ο Σίμος, που είχε ένα μαγαζί που έφτιαχνε ομπρέλες θαλάσσης , αλλά και για το χειμώνα .. άμα λάχαινε, ομπρέλες για τη βροχή!

Το μαγαζί το είχε εκεί στον Οδό Σαρρή και είχε και σοφίτα που ανέβαινε με μια στριφτή σιδερένια σκάλα.

Βέβαια είχε και αυτοκίνητο!!!

Τι αυτοκίνητο δηλαδή, είχε αγοράσει ένα τζιπ από τον ΟΔΙΣΥ και όπου σταμάταγε για παρκάρισμα έδενε  με μια αλυσίδα – που στην άκρη είχε μια άγκυρα – το αμάξι σε κάποια κολώνα ή κάποιο δέντρο!

Βέβαια τα ρούχα που φορούσε και για την εποχή του ήταν ακαταλαβίστικα.

Δηλαδή κόκκινο σακάκι με ρίγες κάθετες, πουκάμισο πράσινο με ρίγες οριζόντιες και μεγάλα παπιγιόν. Κάτι παπούτσια «ελβιέλα», κάτι περίεργα καπέλα δηλαδή το χειμώνα ψαθάκι και το καλοκαίρι ρεπούμπλικα.

Κάποια στιγμή Σίμος είχε έρθει από ένα ταξίδι στη Γαλλία και έφερε τη μόδα!

Μιλούσε για τον Ζαν Πωλ Σάρτρ, για τα ρεύματα της εποχής  και εν πάση περιπτώσει για κάτι ακαταλαβίστικα πράγματα, που συχνά πυκνά άφηναν τη θυμηδία στο κόσμο!

Βέβαια πολλές φορές οι φίλοι και οι ομοϊδεάτες του, κατόπιν εντολή του έμεναν αξύριστοι και ακούρευτοι για 7 -8 μήνες και μόλις έδινε εντολή ο Σίμος, κούρευαν μόνο τη μια μεριά του κεφαλιού. Δηλαδή μόνο δεξιά ή μόνο αριστερά. Από μαλλιά, φρύδι, γένι, μουστάκι και την άλλη πλευρά δεν την πείραζαν καθόλου.

Πόσοι και πόσοι δεν πέρασαν από τη λεγόμενη «Παράγκα του Σίμου», που ακόμη και σήμερα που τα γράφουμε αυτά είναι Υπουργοί ή Βουλευτές!!!

Άνθρωποι βέβαια μορφωμένοι με τα πτυχία τους.. τις γλώσσες τους!!

Όμως !!! Όμως μέσα σ’ αυτούς μπήκαν και πολλοί άλλοι.

Ο καθένας για το λόγο του.

Μέσα σ’ αυτούς λοιπόν τους «ΥΠΑΡΞΙΣΤΕΣ» ήταν και ο Μανώλης ο «ΣΑΜΠΟΥ».

Ένας άντρας δεμένος, καλοβαλμένος με μαύρα κατσαρά γυαλιστερά μαλλιά, που έπαιρνε έξι – επτά τελάρα στον ώμο και πήγαινε τρεχάλα.

Άντρας με νεφρά που λένε!

Αυτός έμοιαζε με ένα πρωταγωνιστή του Ινδικού κινηματογράφου τον Σαμπού και πες – πες τον βάφτισαν ΣΑΜΠΟΥ!

Ο άλλος ήταν ο «ΜΟΝΟΣΑΝΔΑΛΟΣ», που ζει ακόμα και πουλά στο Μοναστηράκι κάθε Κυριακή κάρτες και ημερολόγια.

Μια κάποια στιγμή ζήλεψε τη δόξα του Ιάσονα και τον βάφτισαν «Μονοσάνδαλο»!

Να πως γίνανε τα «βαφτίσια»!

Παραμονή Χριστουγέννων έτσι για πλάκα και όχι για να κονομήσουνε, πήγαν στο Μοναστηράκι αγόρασαν κάτι προβιές (μπιρ – παρά) και ντύθηκε ο ΣΑΜΠΟΥ βουκόλος με στη προβιά στο σώμα του και με ένα σώβρακο δερμάτινο και τύλιξε και τις γάμπες του με προβιές!

Ο ΜΟΝΟΣΑΝΔΑΛΟΣ  πήγε στην «κορδέλα» του Μοσχονά και έκοψε σε ένα κόντρα πλακέ που είχε σχεδιάσει μια λύρα. Έβαλε ένα άσπρο φουστάνι με μια τριχιά στη μέση εν είδη «ιματίου». Έβαλε ένα σανδάλι με κορδόνια μέχρι το γόνατο και το άλλο πόδι ελεύθερο.. ξυπόλητο και άρχισαν να λένε τα κάλαντα.

Βέβαια η λύρα δεν είχε χορδές και ο ΣΑΜΠΟΥ είχε δέσει από την άκρη μια «βίτσα», ένα κλωνάρι δηλαδή χωρίς τα φύλλα. Με μια τριχιά και κρατούσε και ένα άλλο κλαρί εν είδη βιολιού και παίζανε!!

΄Ετσι βαφτίστηκε «ΜΟΝΟΣΑΝΔΑΛΟΣ»!

Για τέτοιες πλάκες μιλάμε!!

Βέβαια η ιδέα ήταν του Μονοσάνδαλου που έλεγε ότι η δουλειά του ήταν τυπογράφος, αλλά που και που έγραφε σε κάτι περιοδικά περιθωριακά!

Κάποια στιγμή όμως το παιχνίδι χόντρυνε και δεν εξελίσσεται μόνο στην Αγορά ή στα πέριξ μαγαζιά!

Ποιος ξέρει πως κονομήσανε και πάνε στο Μοναστηράκι και αγοράζουν ή νοικιάζουν δύο κελεμπίες αράπικες και βέβαια και τα απαραίτητα σαρίκια και τα συναφή!

Φαίνεται ότι το είχαν προσχεδιάσει, διότι είχαν αφήσει από καιρό γένια και μαλλιά!

Η δεύτερη κίνηση ήταν να πάνε στη Λυρική σκηνή και να αγοράσουν δύο εισιτήρια.

Πρώτη σειρά στην πρεμιέρα!

Την ημέρα που ήταν η πρεμιέρα από το μεσημέρι είχαν φάει μια πλεξούδα σκόρδα που λένε!

Έχουν πλυθεί, έχουν χτενιστεί, έχουν βάλει τις κελεμπίες και ξυπόλητοι με ένα ταξί «ΑΓΟΡΑΙΟ» από τη Βουκουρεστίου πάνε στην Λυρική Σκηνή!

Βέβαια η συμφωνία ήταν ο ταξιτζής να βγει και να τους ανοίξει την πόρτα με υπόκλιση!

Πράγματι έτσι και έγινε!

Φθάνοντας στη Λυρική Σκηνή βγαίνει ο ταξιτζής τους ανοίγει την πόρτα και μπαίνουν μέσα δίνοντας τα εισιτήριά τους. Τα παίρνει η ταξιθέτρια και τους τοποθετεί στη θέση τους. Βέβαια έτσι όπως ήταν ντυμένοι γίνονται αμέσως θέμα συζητήσεων, διότι την εποχή εκείνη οι κύριοι φορούσαν σμόκιν φράκο και παπιγιόν και οι κυρίες τις γούνες τους, τα χρυσαφικά τους και τα διαμάντια τους!

Τέτοιου είδους δε πρεμιέρες .. ήταν το γεγονός της περιόδου!

Και καλά αυτοί που βρισκόντουσαν μακριά, αυτοί όμως που καθόντουσαν δίπλα τους ή πίσω τους είχαν τρελαθεί από τη μυρωδιά του σκόρδου.

Και βέβαια βάζοντας το πρόγραμμα μπροστά στο στόμα τους, λέγανε ψιθυριστά η μια στην άλλη…
«΄Ετσι το έχουνε αυτοί στη Χώρα τους, τρώνε πολλά σκόρδα, κρεμμύδια και μπαχαρικά»….

«Ναι βρε παιδί, αλλά όχι και έτσι»…. έλεγε η άλλη!!

Κάποια στιγμή αρχίζει η παράσταση, όμως η μυρωδιά… μυρωδιά…..

Και κάνα ρέψιμο που και που … έτσι για να μη ξεχνιόμαστε!

Μέχρι που έρχεται το διάλλειμα και σηκώθηκαν όλοι για το φουαγιέ!

Πάνε λοιπόν στο φουαγιέ ο ΣΑΜΠΟΥ και ο ΜΟΝΟΣΑΝΔΑΛΟΣ, ανάβουν και από ένα πούρο – μια πήχη – και κάνουν πως μιλάνε πολύ σιγανά μεταξύ τους κάτι ακαταλαβίστικα!

Εκεί στο φουαγιέ όμως υπάρχουν και οι αστυνομικοί που ήταν ασφάλεια των Βουλευτών και των Υπουργών.

Ένας από αυτούς λοιπόν λέει στον άλλο :

–         «Ρε Μήτσο αυτοί οι Άραβες ποιοι είναι»?

–         «Ξέρω γω ρε Κώστα». «Από καμιά Πρεσβεία θα είναι».

–         «Ρε Μήτσο  κάπου τους ξέρω εγώ αυτούς».

–         «Θα τους έχεις δει σε καμιά δεξίωση» «Ποιος ξέρει»!

–         «Ρε από αλλού τους ξέρω και δεν μπορώ να θυμηθώ»!

΄Ωσπου σε κάποια στιγμή του έρχεται το «φλας» και λέει «Σαμπού»????

Και βέβαια ο Σαμπού γυρίζει το κεφάλι του.

Με τρόπο πηγαίνει κοντά και του λέει:

 «Μη μπείτε μέσα μετά το διάλλειμα, σας θέλω»!

Τώρα τα υπόλοιπα σας αφήνω να σκεφθείτε εσείς!!!!!!

This entry was posted in ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ. Bookmark the permalink.

Leave a comment