O θάνατος του «ΕΥΖΩΝΑ»

 

Εκεί στο Γκαζοχώρι στην οδό Ευμολπιδών στο νούμερο 14 υπήρχε μια αυλή από τις μεγάλες και εκεί είχε το ραφτάδικό του ο Σταύρος ο Μάνεσης.

Βέβαια δεν ήταν και πολύ φανατικός άντρας και όταν πήγαινε κανένας να ράψει κανένα παντελόνι, όλο τα μέτρα στον καβάλο έπαιρνε ο Σταύρος … και βέβαια καταλαβαίνετε γιατί!!!

Ο Σταύρος σαν άνθρωπος είχε και ένα «φίλο».

Ο φίλος του λοιπόν ο Κώστας ήταν ένα ντερέκι ίσαμε εκεί πάνω και υπηρετούσε τη θητεία του στην Ανακτορική Φρουρά.

Τσολιάς στα Ανάκτορα να πούμε.

Από το χωριό ο Κώστας, με τα «λιμά» ο Σταύρος, κάποια στιγμή τον «τουμπάρισε». Του έραψε και ένα κουστουμάκι, του μαγείρευε κιόλας και κάθε βράδυ που ήταν εκεί ο Κώστας γινότανε το έλα να δεις στην αυλή του ραφτάδικου!

Παλιός στο κουρμπέτι ο Σταύρος, να κάτι κολόνιες, να κάτι κόκκινα πανιά στα αμπαζούρ, να κάτι η μουσική, θες το ουζάκι τη μία, θες το κρασάκι την άλλη … καλοπερνάγανε!

Όμως ο Κώστας εκτός από το φανταριλίκι στην σκοπιά του Άγνωστου Στρατιώτη, έκανε και κανένα μεροκάματο στην οικοδομή.

Όμως όλα μαζί δεν ταιριάζουνε και κάποια στιγμή στην αρχή ήρθαν τα δέκατα, μετά το αδυνάτισμα, μετά οι κομάρες, άρχιζε να χλωμιάζει, δηλαδή τι να χλωμιάζει που είχε γίνει σαν το «φλουρί» το παιδί!

Τον πάνε στο γιατρό.

–        Γρήγορα στη ΣΩΤΗΡΙΑ! Το παιδί είναι φθισικό!

Όμως που να βρει την καλοπέραση,  αφού έκοβε το φαϊ για το  τσιγάρο.

Έλα που ήθελε και γκόμενα εκτός από το Σταύρο!

Αυτό ήταν. Δεν άντεξε και μας άφησε χρόνους!

Τι τον ήθελες τον Σταύρο. Πήγε να πεθάνει κι αυτός!

Βέβαια μαθεύτηκε το κακό μαντάτο, μάθανε και οι «φίλες» του Σταύρου το τι έγινε και όλοι μαζί στο νεκροταφείο για συμπαράσταση και .. στο Σταύρο!

Πήγαν από το σπίτι να πάρουνε τον Σταύρο, πρώτα – πρώτα ο «Μιάμισης».

Είπε του Σταύρου. “βρε δώσμου ένα πένθος και μια παραμάνα”!

–        Κάτσε να σου βάλω δυο βελονιές Χρήστο μου. Τι είναι αυτό που μας βρήκε χειμωνιάτικα!

–        Εμ τι περίμενες βρε Σταύρο. Αφού του το έλεγα του συγχωρεμένου «βάλε κάτι επάνω σου θα πουντιάσει». Που αυτός. Ανοικτό πουκάμισο για να φαίνεται το στήθος του με τις τρίχες και το σταυρό που το είχα κάνει δώρο. Να τα τώρα!!!

–        Βρε Σταύρο μου μου ράβεις  το πένθος? Χριστός και Παναγία. Μόνιμο θα το έχουμε? Θεός φυλάξει!!!

–        Καλά λες Χρήστο μου .

–        Τι να βάλω?

–        Βάλε ένα παλτό μαύρο και το πένθος!

–        Καλέ άλλο σε ρωτάω. Να βάλω μαύρη γραβάτα ή να βάλω άσπρο φουλάρι με το μαύρο παλτό- το φαρδύ πένθος και το βελούδινο γιακά με τα άσπρα γάντια???

–        Κάνε ότι θέλεις.

–        Αυτό θα κάνω. Μαύρο παλτό με βελούδινο γιακά, άσπρο φουλάρι και άσπρα γάντια.

Ο «μιάμισης» χέστηκε  πως θα ήταν ντυμένος ο Σταύρος. Αυτός για χαβαλέ πήγαινε και μήπως βρει κανένα τεκνό φίλο του Κώστα!

Πάνε στο νεκροταφείο, αλλά ο καιρός ήταν έτοιμος για βροχή και ομπρέλες δεν πήρανε.

Μέσα στην εκκλησία «όλες» οι «φίλες» του Σταύρου στο πλευρό του.

Με τα μαύρα γυαλιά ο Σταύρος προσπαθεί να “δικέλει” κανένα τεκνό και τι γίνεται στην εκκλησία και κάπου – κάπου αφήνει μια φωνή με αναφιλητά :  «αχ τι έπαθα» ” χάσαμε το παλικάρι” και “αχ Κώστα μου”!

Κάποτε τελειώνει η ακολουθία παίρνουν το φέρετρο οι «βαστάζοι», προηγείται ο Σταυρός που κρατάει ένα παιδάκι, ακολουθούν οι παπάδες και ένας ψάλτης και  από πίσω ο ΣΤΑΥΡΟΣ που τον κρατάνε οι «ΦΙΛΕΣ» του!

Φωνή και κακό από το Σταύρο:

–        Κώστα μου γιατί μου το έκανες αυτό?

–        Κώστα μου δε τη θέλω τέτοια ζωή!

–        Κώστα μου πάρε με μαζί σου!

Και πάλι από την αρχή!

–        Μην κάνεις έτσι Σταύρο μου του έλεγε ο «μιάμισης». Αυτά έχει η ζωή!

–        Όχι !!!!!!!!! Σκίζει τη σιωπή ο Σταύρος. Κώστα μου με αναφιλητά!

Και βέβαια η επωδός!

 –        Κώστα μου πάρε με μαζί σου!

Σε μια στιγμή αρχίζει η βροχή και έριχνε πανάθεμά την κάτι σταγόνες σαν «παλιά τάληρα»!

Να κάτι αστραπές, να κάτι μπουμπουνητά!

Νερό με το τουλούμι, που λένε!

Αφήστε παιδιά το φέρετρο και ελάτε στα πεύκα να σταματήσει λίγο η βροχή… λέει ο παπάς!

Οι βαστάζοι αφήνουν το φέρετρο και όλοι βέβαια πάνε στα δέντρα από κάτω να προφυλακτούν.

Αυτός που δεν κουνιέται από τη θέση του, αλλά γονατίζει και αγκαλιάζει το φέρετρο, φωνάζοντας γοερά είναι ο Σταύρος!

–        Αχ γιατί μου το έκανε αυτό.

–        Κώστα μου πάρε με μαζί σου …

Και αυτά πάλι από την αρχή!

Όπως είναι γονατισμένος στο φέρετρο ο Σταύρος, έχει απλωθεί το παλτό στο φρέσκο από τη βροχή χώμα! Αυτό περίμενε ο «μιάμισης»!

Παίρνει το Σταυρό, αυτόν που βάζουν στο ανοιγμένο μνήμα για σημάδι, παίρνει και μια πέτρα και καρφώνει το παλτό του Σταύρου στο χώμα!

Ο Σταύρος να ωρύεται!

«Κώστα μου πάρε με μαζί σου» και τα τοιαύτα!

Όμως σε μια στιγμή βλέπει ότι δεν είναι κανένας δίπλα του και τρώει τη βροχή στη μάπα!!

Κάνει λοιπόν σε μια στιγμή να σηκωθεί, αλλά φευ!!!

Είναι καρφωμένος!

Ο καϋμένος νόμιζε ότι τον κρατάει ο πεθαμένος… με τόσα παρακάλια που έκανε «πάρε με μαζί σου» και «πάρε με μαζί σου»!

Αλλάζει λοιπόν το τροπάρι και αρχίζει :

«Κώστα μου άσε με.  Αστεία το έλεγα»!!

 «Άσε με Κώστα μου»!!

 Βέβαια περιττό να πούμε τι έγινε με τους «τεθλιμένους» της κηδείας!!!!

This entry was posted in ΒΙΝΤΕΑΚΙΑ, ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ. Bookmark the permalink.

Leave a comment